Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄλλοτε μέν

См. также в других словарях:

  • οτέ — (Α ὁτέ) (αορστλ. χρον. επίρρ.) φρ. «ὁτὲ μέν..., ὁτέ δέ» άλλοτε μεν..., άλλοτε δε αρχ. φρ. «ὁτὲ μέν..., πάλιν δέ», «ὁτὲ μέν..., ὁτὲ δ αὖτε», «ὁτὲ μέν τε..., ὅτ αὖ», «ὁτὲ μέν..., ποτέ δε», «ἄλλοτε μέν..., ὁτὲ δέ», «ἐνίοτε μέν..., ὁτὲ δέ» άλλοτε μεν …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • νυν δη — νῡν δή (Α) (ισχυρότερος τ. τού νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως 4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» άλλοτε μεν... άλλοτε δε …   Dictionary of Greek

  • τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …   Dictionary of Greek

  • CHELIDONIA — Favonius ventus vocatur a die 6. ante Idus Febr. usque ad 7. Calend. Martias, eo quod his diebus hitundines primum conspici incipiant. Plin. l. 2. c. 47. Chelidonios post Brumam incipere, scripsisse Graecos, sed de initii die nihil certi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυρώ — (I) κυρῶ, έω και κύρω (Α) 1. συναντώ τυχαία, πέφτω επάνω («ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ ἐσθλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προσκρούω 3. φθάνω έως... (α. «μέγα δένδρεον αἰθέρι κῡρον», Καλλ.) β. «αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι», Σοφ.) γ. «ἐπ ἀκταῑς νιν… …   Dictionary of Greek

  • μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …   Dictionary of Greek

  • QUADRIGEMINA — apud Plin. l. 8. c. 23. ubi cerastis eminere cornicula saepe quadrigemina ait, barbaris Interpretibus octo sunt seu quaterna geminata. Unde Vincentius, Doctrinal. l. 16. c. 108. Cerastes est serpens octo in capite cornua habens. Et Bellonius,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμπαλιν — ἔμπαλιν (AM) (Α και ἔμπαλι) 1. αντίθετα, τουναντίον 2. εναντίον κάποιου, αντίθετα σε κάτι («ἔμπαλιν γνώμας», Πίνδ.) αρχ. 1. (συχνά με άρθρ., τὸ ἔμπαλιν και τοὔμπαλιν) προς τα πίσω («πρόσωπον ἔμπαλιν στρέφοντα», Ευρ.) 2. αντίστροφα 3. πάλι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»